σπινθηράκιον

σπινθηράκιον
τὸ, Α
μικρός σπινθήρας, μικρή σπίθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ + υποκορ. κατάλ. -άκ-ιον (πρβλ. μειρ-άκ-ιον), πιθ. μέσω αμάρτυρου *σπινθήρ-αξ (πρβλ. σπινθηρακίζω, σπινθηρακώδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπινθηράκισμα — τὸ, ΜΑ [σπινθηρακίζω] σπινθηράκιον* …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρακίζω — Μ σπινθηροβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ / σπινθηρ άκ ιον + κατάλ. ίζω (βλ. λ. σπινθηράκιον)] …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρακώδης — ῶδες, Μ αυτός που μοιάζει με σπινθήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *σπινθήρ αξ (πρβλ. σπινθηράκιον, σπινθηρακίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”